Greek Meaning of alleviate
ανακουφίζω
Other Greek words related to ανακουφίζω
Nearest Words of alleviate
- alleviant => ανακουφιστικός
- allerion => αλεριόν
- allergy diet => Διαιτολόγιο για αλλεργίες
- allergy => Αλλεργία
- allergology => Αλλεργιολογία
- allergist => Αλλεργιολόγος
- allergic rhinitis => Αλλεργική ρινίτιδα
- allergic reaction => Αλλεργική αντίδραση
- allergic eczema => αλλεργικό έκζεμα
- allergic => Αλλεργικός
Definitions and Meaning of alleviate in English
alleviate (v)
provide physical relief, as from pain
make easier
alleviate (v. t.)
To lighten or lessen the force or weight of.
To lighten or lessen (physical or mental troubles); to mitigate, or make easier to be endured; as, to alleviate sorrow, pain, care, etc. ; -- opposed to aggravate.
To extenuate; to palliate.
FAQs About the word alleviate
ανακουφίζω
provide physical relief, as from pain, make easierTo lighten or lessen the force or weight of., To lighten or lessen (physical or mental troubles); to mitigate,
ευκολία,βοήθεια,μετριάζω,ανακουφίζω,,καταπραΰνω,ανακουφίζω,θεραπεία,θεραπεύω,βελτιώνω
επιδεινώνω,επιδεινώνω,βλάβη,πόνος,βλάπτω,τραυματίζω,Εντατικοποιώ,αυξάνω,ακονίζω
alleviant => ανακουφιστικός, allerion => αλεριόν, allergy diet => Διαιτολόγιο για αλλεργίες, allergy => Αλλεργία, allergology => Αλλεργιολογία,