Greek Meaning of alleviative
Ανακουφιστικός
Other Greek words related to Ανακουφιστικός
- ευνοϊκός
- Διπλωματικός
- θεραπευτικός
- υγιής
- υγιής
- φαρμακευτικός
- αναζωογονητικός
- αναζωογονητικός
- Αποκαταστατικός
- αναζωογονητικός
- διορθωτικός
- αποκαταστατικός
- υγιής
- ευεργετικός
- θεραπευτικός
- Τονωτικό
- χρήσιμος
- υγιεινός
- αντισηπτικό
- ασηπτικός
- Καθαρός
- καλός
- υγιεινός
- θρεπτικός
- διατροφικός
- θρεπτικό
- αναζωογονητικός
- ευεργετικός
- υγειονομικός
- μη δηλητηριώδης
- μη τοξικό
Nearest Words of alleviative
Definitions and Meaning of alleviative in English
alleviative (s)
moderating pain or sorrow by making it easier to bear
alleviative (a.)
Tending to alleviate.
alleviative (n.)
That which alleviates.
FAQs About the word alleviative
Ανακουφιστικός
moderating pain or sorrow by making it easier to bearTending to alleviate., That which alleviates.
ευνοϊκός,Διπλωματικός,θεραπευτικός,υγιής,υγιής,φαρμακευτικός,αναζωογονητικός,αναζωογονητικός,Αποκαταστατικός,αναζωογονητικός
επιζήμιος,επιβλαβής,επιβλαβές,επιζήμιος,επιβλαβής,επιζήμιος,δηλητηριώδης,τοξικός,ανθυγιεινό,ανθυγιεινός
alleviation => ανακούφιση, alleviated => ανακουφισμένο, alleviate => ανακουφίζω, alleviant => ανακουφιστικός, allerion => αλεριόν,