FAQs About the word unwholesome

ανθυγιεινό

detrimental to physical or moral well-being

ανθυγιεινός,επιβλαβής,δηλητηριώδης,άρρωστος,τοξικός,ανθυγιεινό,ανθυγιεινός,ανθυγιεινός,δυσώδης,ανθυγιεινός

υγιής,υγιής,υγειονομικός,υγιεινός,θρεπτικό

unwhole => ανολοκλήρωτος, unwemmed => άμωμος, unwellness => αδιαθεσία, unweldy => Δυσκίνητος, unweld => αποσυγκόλλητος,