Greek Meaning of lethal
θανατηφόρος
Other Greek words related to θανατηφόρος
- θανατηφόρος
- μοιραίος
- δηλητηριώδης
- κακόβουλος
- επικίνδυνο
- θανάσιμος
- καταστροφικός
- επιβλαβές
- μεταδοτικός
- μολυσματικός
- θνητός
- φονικός
- τερματικό
- τοξικός
- ολέθριος
- επιβλαβής
- έπεσε
- επικίνδυνος
- επιζήμιος
- απειλητικός
- επιβλαβής
- επικίνδυνος
- επιζήμιος
- λοιμώδης
- λοιμικός
- Επικίνδυνο
- αιματηρός
- σοβαρός
- απειλητικός
- άγριος
- ανθυγιεινός
- Ιογενής
- Ζωτικός
- υπο-θανατηφόρος
Nearest Words of lethal
Definitions and Meaning of lethal in English
lethal (s)
of an instrument of certain death
lethal (n.)
One of the higher alcohols of the paraffine series obtained from spermaceti as a white crystalline solid. It is so called because it occurs in the ethereal salt of lauric acid.
lethal (a.)
Deadly; mortal; fatal.
FAQs About the word lethal
θανατηφόρος
of an instrument of certain deathOne of the higher alcohols of the paraffine series obtained from spermaceti as a white crystalline solid. It is so called becau
θανατηφόρος,μοιραίος,δηλητηριώδης,κακόβουλος,επικίνδυνο,θανάσιμος,καταστροφικός,επιβλαβές,μεταδοτικός,μολυσματικός
επωφελής,θεραπευτικός,υγιής,υγιής,μη θανατηφόρο,μη θανατηφόρος,αποκαταστατικός,υγιής,ευεργετικός,υγιεινός
leten => αφήνω, lete => αφήνω, letdown => απογοήτευση, letch => άσεμνο βλέμμα, let-alone => πόσο μάλλον,