Greek Meaning of deathly
θανάσιμος
Other Greek words related to θανάσιμος
- ενεργός
- ζωντανός
- κινούμενη εικόνα
- αναπνοή
- Ενεργητικός
- ζωντανά
- ζωηρός
- ζωντανό
- ζωηρός
- κινούμενη
- ανάκαμψη
- ζωηρός
- χαρούμενος
- ζωηρός
- ομοφυλόφιλος
- υγιής
- υγιής
- γενναιόδωρος
- ζωηρός
- τζαζ
- ζωηρός
- pithani
- θρασύς
- πικάντικο
- robust
- Ζωηρό
- ήχος
- Ξύλο
- ζωηρός
- Ζωηρός
- ελαστικός
- Ζωτικός
- Ζωντανός
- καλά
- ολόκληρος
- υγιεινός
- υγιής
- κατάλληλο
- ζωηρός
- σπινθηροβόλος
- ζωηρός
Nearest Words of deathly
Definitions and Meaning of deathly in English
deathly (s)
having the physical appearance of death
causing or capable of causing death
deathly (r)
to a degree resembling death
to an extreme degree
deathly (a.)
Deadly; fatal; mortal; destructive.
deathly (adv.)
Deadly; as, deathly pale or sick.
FAQs About the word deathly
θανάσιμος
having the physical appearance of death, causing or capable of causing death, to a degree resembling death, to an extreme degreeDeadly; fatal; mortal; destructi
νεκρός,θανατηφόρος,θνητός,θανατηφόρος,νεκροτομείο,φονικός,φασματικός,κακόβουλος,πτωματώδης,μοιραίος
ενεργός,ζωντανός,κινούμενη εικόνα,αναπνοή,Ενεργητικός,ζωντανά,ζωηρός,ζωντανό,ζωηρός,κινούμενη
deathliness => θνησιμότητα, deathlike => Θανατερός, deathless => Αθάνατος, deathfulness => θάνατος, deathful => θανατηφόρος,