Greek Meaning of deathless
Αθάνατος
Other Greek words related to Αθάνατος
- ατελείωτος
- αιώνιος
- αθάνατος
- αδιάκοπος
- ανθεκτικός
- αιώνιος
- διαρκής
- μόνιμο
- αιώνιος
- αθάνατος
- ατέλειωτος
- μόνιμος
- συνεχής
- συνεχόμενος
- συνεχής
- χωρίς ημερομηνία
- ανθεκτικός
- άφθαρτο
- αδιάκοπος
- ακατάλυτος
- αλάθητος
- ανεξίτηλος
- άφθαρτος
- Αδιάλυτος
- Μακρόβιο
- επίμονος
- σταθερός
- σταθερός
- πεισματάρης
- διαχρονικός
- άφθαρτος
- αδιάκοπος
- αξιόπιστος
- αδιάκοπος
- unremitting **ακατάπαυστος
Nearest Words of deathless
Definitions and Meaning of deathless in English
deathless (s)
never dying
deathless (a.)
Not subject to death, destruction, or extinction; immortal; undying; imperishable; as, deathless beings; deathless fame.
FAQs About the word deathless
Αθάνατος
never dyingNot subject to death, destruction, or extinction; immortal; undying; imperishable; as, deathless beings; deathless fame.
ατελείωτος,αιώνιος,αθάνατος,αδιάκοπος,ανθεκτικός,αιώνιος,διαρκής,μόνιμο,αιώνιος,αθάνατος
εφήμερος,θνητός,Προσωρινός,παροδικός,εφήμερος,φευγαλέος,φυγάς,Προσωρινός,στιγμιαίος,περνώντας
deathfulness => θάνατος, deathful => θανατηφόρος, deathblow => χαριστική βολή, deathbird => Θανατοπούλι, deathbed => Επί θανατώ,