Greek Meaning of timeless
διαχρονικός
Other Greek words related to διαχρονικός
Nearest Words of timeless
- timekeeping => χρονομέτρηση
- timekeeper => χρονομέτρης
- time-honoured => ιστορικός
- time-honored => χρόνιος
- time-fuse => Χρονομέτρησης
- timeful => έγκαιρος
- time-delay measuring system => Σύστημα μέτρησης χρονικών καθυστερήσεων
- time-delay measuring instrument => Όργανο μέτρησης χρονικής καθυστέρησης
- timed => Χρονισμένος
- time-consuming => χρονοβόρο
Definitions and Meaning of timeless in English
timeless (s)
unaffected by time
timeless (a.)
Done at an improper time; unseasonable; untimely.
Done or occurring before the proper time; premature; immature; as, a timeless grave.
Having no end; interminable; unending.
FAQs About the word timeless
διαχρονικός
unaffected by timeDone at an improper time; unseasonable; untimely., Done or occurring before the proper time; premature; immature; as, a timeless grave., Havin
συνεχόμενος,ανθεκτικός,αιώνιος,αθάνατος,διαρκής,σε εξέλιξη,πολυετής,αιώνιος,μόνιμος,Αθάνατος
ξεπερασμένος,αρχαϊκός,χρονολογημένος,παρωχημένος,ξεπερασμένο,ξεπερασμένος,ξεπερασμένος.,φθαρμένος,πάσο
timekeeping => χρονομέτρηση, timekeeper => χρονομέτρης, time-honoured => ιστορικός, time-honored => χρόνιος, time-fuse => Χρονομέτρησης,