Greek Meaning of timely
έγκαιρος
Other Greek words related to έγκαιρος
- ακατάλληλος
- ακατάλληλος
- ακατάλληλος
- άσχετος
- ανώμαλος
- ανάρμοστος
- ακατάλληλος
- άκαιρος
- προσδοκώμενο
- καθυστερημένος
- καθυστερημένος
- παραβάτης
- νωρίς
- άσχετος
- αργά
- ληξιπρόθεσμο
- Πρόωρος
- αργός
- ξαφνικά
- αργοπορημένος
- απροσδόκητος
- ακατάλληλος
- άτυχος
- άτυχος
- αναβληθείς
- ξαφνικός
- πίσω
- καθυστερημένος
- με κάποια καθυστέρηση
- πρόωρος
- απρόβλεπτος
Nearest Words of timely
Definitions and Meaning of timely in English
timely (s)
before a time limit expires
done or happening at the appropriate or proper time
timely (r)
at an opportune time
timely (superl.)
Being or occurring in good time; sufficiently early; seasonable.
Keeping time or measure.
timely (adv.)
Early; soon; in good season.
FAQs About the word timely
έγκαιρος
before a time limit expires, done or happening at the appropriate or proper time, at an opportune timeBeing or occurring in good time; sufficiently early; seaso
αναμενόμενος,κατάλληλος,αναμενόμενος,κατάλληλος,σχετικός,κατάλληλος,επίκαιρος,εποχιακός,κατάλληλος,έγκαιρος
ακατάλληλος,ακατάλληλος,ακατάλληλος,άσχετος,ανώμαλος,ανάρμοστος,ακατάλληλος,άκαιρος,προσδοκώμενο,καθυστερημένος
timeling => Χρονολόγιο, timeliness => επικαιρότητα, timeline => Χρονοδιάγραμμα, timelessness => αχρονία, timelessly => διαχρονικά,