Greek Meaning of punctual
συνεπής
Other Greek words related to συνεπής
Nearest Words of punctual
Definitions and Meaning of punctual in English
punctual (a)
acting or arriving or performed exactly at the time appointed
FAQs About the word punctual
συνεπής
acting or arriving or performed exactly at the time appointed
άμεσος,προτροπή,γρήγορος,γρήγορος,γρήγορος,έγκαιρος,νωρίς,Έτοιμος,πρόθυμος,κατάλληλος
καθυστερημένος,παραβάτης,αργά,αργοπορημένος,καθυστερημένος,κρατημένος,με κάποια καθυστέρηση,ληξιπρόθεσμο,αργός,πίσω
punctiliousness => σχολαστικότητα, punctiliously => επιμελώς, punctilious => σχολαστικός, punctilio => μωροφιλοτιμία, punch-up => καβγάς,