FAQs About the word punctuality

συνέπεια

the quality or habit of adhering to an appointed time

ταχύτητα,ετοιμότητα,επικαιρότητα,Θέληση,ταχύτητα,ταχύτητα,Ευκινησία,πρωιμότητα,προωρότητα

Καθυστέρηση,Καθυστέρηση,βραδύτητα,ασυνέπεια,καθυστέρηση

punctual => συνεπής, punctiliousness => σχολαστικότητα, punctiliously => επιμελώς, punctilious => σχολαστικός, punctilio => μωροφιλοτιμία,