FAQs About the word belatedness

καθυστέρηση

existing or appearing past the normal or proper time, delayed beyond the usual time

Καθυστέρηση,εγκληματικότητα,Καθυστέρηση,αναβλητικότητα,νωθρότητα

πρωιμότητα,προωρότητα,ταχύτητα,Πρόωροτητα,ταχύτητα,συνέπεια

belabors => Ξαναλέει τα ίδια και τα ίδια, beings => όντα, being partial to => Έχω προτίμηση, being out of breath => Ασθμαίνων, being friends with => Είμαι φίλος με,