Greek Meaning of alacrity
Ευκινησία
Other Greek words related to Ευκινησία
- απάθεια
- καθυστέρηση
- αδιαφορία
- αμφιβολία
- δισταγμός
- αδιαφορία
- απροθυμία
- εχεμύθεια
- βραδύτητα
- νωθρότητα
- αβεβαιότητα
- αναβλητικότητα
- απροθυμία
- Διασάφηση
- δισταγμός
- δισταγμός
- αδιαθεσία
- Ψυχαγωγία
- χλιαρότητα
- απειθαρχία
- κράτηση
- αντίσταση
- απροθυμία
- δισταγμός
- βραδύτητα
- Αντιπάθεια
- αποστροφή
- απέχθεια
- επιπολαιότητα
- ανορεξία
Nearest Words of alacrity
Definitions and Meaning of alacrity in English
alacrity (n)
liveliness and eagerness
alacrity (n.)
A cheerful readiness, willingness, or promptitude; joyous activity; briskness; sprightliness; as, the soldiers advanced with alacrity to meet the enemy.
FAQs About the word alacrity
Ευκινησία
liveliness and eagernessA cheerful readiness, willingness, or promptitude; joyous activity; briskness; sprightliness; as, the soldiers advanced with alacrity to
Θέληση,ευκολία ,ταχύτητα,ενθουσιασμός,καλή θέληση,ταχύτητα,ταχύτητα,ταχύτητα,ζήλος,ευγένεια
απάθεια,καθυστέρηση,αδιαφορία,αμφιβολία,δισταγμός,αδιαφορία,απροθυμία,εχεμύθεια,βραδύτητα,νωθρότητα
alacritous => πρόθυμος, alacriousness => Ζωντάνια, alacriously => με ζήλο, alacrious => ζωηρός, alacrify => ευφραίνω,