Greek Meaning of leisureliness

Ψυχαγωγία

Other Greek words related to Ψυχαγωγία

Definitions and Meaning of leisureliness in English

Wordnet

leisureliness (n)

slowness by virtue of being leisurely

FAQs About the word leisureliness

Ψυχαγωγία

slowness by virtue of being leisurely

νωθρότητα,λήθαργος,βραδύτητα,νωθρότητα,Λήθαργος,απροθυμία,νωθρότητα,λήθαργος,Σκοπιμότητα,συζήτηση

ταχύτητα,ταχύτητα,σπεύδω,βιάσου,ρυθμός,ταχύτητα,ταχύτητα,τιμή,ταχύτητα,ταχύτητα

leisured => ελεύθερος, leisure wear => είδη ένδυσης αναψυχής, leisure time => ελεύθερος χρόνος, leisure => ελεύθερος χρόνος, leisurably => χαλαρά,