FAQs About the word leister

αλιεύς

a spear with three or more prongs; used for spearing fish (especially salmon)Alt. of Lister

γκάφα,αλυσοπρίονο,Αλάβαρδα,αρπάγη,δόρυ,δόρυ,δόρυ,τρίαινα,βέλος,ακοντίο

No antonyms found.

leishmaniosis => λεϊσμανίαση, leishmaniasis americana => Αμερικανική λεϊσμανίαση, leishmaniasis => λεισμανίαση, leishmania => λεϊσμανίαση, leipzig => Λειψία,