FAQs About the word torpidity

νωθρότητα

a state of motor and mental inactivity with a partial suspension of sensibility, inactivity resulting from lethargy and lack of vigor or energySame as Torpidnes

Κόπωση,λήθαργος,κόπωση,λήθαργος,Υπνηλία,κούραση,ξεκούραστος,υπνηλία,κοιμάται,νωθρότητα

συνείδηση,Συνείδηση,Αϋπνία,εγρήγορση,αϋπνία

torpid => ληθαργικός, torpescence => νάρκη , torpent => νωθρός, torpedoist => τορπιλιστής , torpedoes => τορπίλες,