FAQs About the word drowsiness

Υπνηλία

a very sleepy stateState of being drowsy.

κούραση,υπνηλία,κοιμάται,υπνηλία,λήθαργος,ξεκούραστος,κόπωση,υπνηλία,Κόπωση,νωθρότητα

συνείδηση,Συνείδηση,Αϋπνία,εγρήγορση,αϋπνία

drowsily => νυσταγμένο, drowsihed => υπνηλία, drowsihead => υπνηλία, drowsed => νυσταγμένος, drowse off => Νυστάζω,