FAQs About the word drowning

πνιγμός.

of Drown

Καταπιείτε,πλημμύρα,συντριπτικός,βυθιζόμενος,κατακλυσμιαίος,έκπλυση,πλημμυρίζων,υπερνίκηση,υπερχειλίζων,πλημμύρα

αποστράγγιση,ξήρανση,αφυδατωτικός,στάχτες

drowner => πνιγμένος, drowned => πνιγμένος, drownage => πνιγμός, drown out => πνίγω, drown => πνίγω,