Greek Meaning of parching
στάχτες
Other Greek words related to στάχτες
Nearest Words of parching
Definitions and Meaning of parching in English
parching (p. pr. & vb. n.)
of Parch
parching (a.)
Scorching; burning; drying.
FAQs About the word parching
στάχτες
of Parch, Scorching; burning; drying.
ξήρανση,ψησίματος,αφυδατωτικός,αποξηραίνω,αποστράγγιση,καυτός,καυστικός,Στέγνωμα στον αέρα,Αφυγραντήρας,εξατμιζόμενος
λουτρό,βροχή,πνιγμός.,πλημμύρα,υγρασία,υπερχειλίζων,κορεστικός,μούλιασμα,Πλύσιμο,πότισμα
parchesi => Τρίλιζα, parcheesi => Φιδάκι, parchedness => ξηρασία, parched => ξερός, parch => ξεραίνω,