Greek Meaning of moistening

υγρασία

Other Greek words related to υγρασία

Definitions and Meaning of moistening in English

Wordnet

moistening (n)

the act of making something slightly wet

Webster

moistening (p. pr. & vb. n.)

of Moisten

FAQs About the word moistening

υγρασία

the act of making something slightly wetof Moisten

απόσβεση,Απόσβεση,έκπλυση,ξέπλυμα,Πλύσιμο,βρέξιμο,λουτρό,Πρωινό δροσοσταλάγματα,βροχή,στοργικός

ξήρανση,αφυδατωτικός,καυτός,καυστικός,Αφυγραντήρας,αποξηραίνω,στάχτες

moistener => ενυδατική κρέμα, moistened => υγρός, moisten => υγραίνω, moist => υγρός, moireeing => Μουαρές,