FAQs About the word rinsing

ξέπλυμα

the removal of soap with clean water in the final stage of washingof Rinse

πλημμύρα,έκπλυση,Πλύσιμο,άρδευση,πλύσιμο,κατακλυσμιαίος,βροχή,Καταπιείτε,ρευστό,τρεχούμενο

No antonyms found.

rinser => Ξεπλυτης, rinsed => ξεπλυμένο, rinse off => ξεβγάζω, rinse => ξέβγαλμα, rinking => παγοδρόμιο,