FAQs About the word inundating

πλημμυρίζων

of Inundate

Καταπιείτε,πλημμύρα,συντριπτικός,κατακλυσμιαίος,πνιγμός.,υπερχειλίζων,βυθιζόμενος,πλημμύρα,χιονοστιβάδα,βροχή

αποστράγγιση,ξήρανση,αφυδατωτικός,στάχτες

inundated => πλημμυρισμένος, inundate => πλημμυρίζω, inundant => άφθονος, inunctuosity => λιπαρότητα, inunction => Αλείφω,