Greek Meaning of inurement
επωφέληση
Other Greek words related to επωφέληση
Nearest Words of inurement
Definitions and Meaning of inurement in English
inurement (n.)
Use; practice; discipline; habit; custom.
FAQs About the word inurement
επωφέληση
Use; practice; discipline; habit; custom.
σκληρύνω,ενισχύω,προσαρμόζω,Προσαρμόζω,μαξιλάρι,οχυρώνω,σκληραίνει,ενισχύω,εποχή,Χάλυβας
εξάτμιση,μαλακώνω,εξασθενώ,ανάπηρος,εξασθενίζω,αποδυναμώνω,Μηριαίοι τένοντες,ανικανόποιω,χυμός,ευαισθητοποιώ
inured => συνηθισμένος, inure => συνηθίζω, inurbanity => απολίτιστο, inurbane => άξεστος, inunderstanding => παρεξήγηση,