Greek Meaning of immunize
ανοσοποιώ
Other Greek words related to ανοσοποιώ
- προσαρμόζω
- Προσαρμόζω
- μαξιλάρι
- αντηρίδα
- επιβάλλω
- οχυρώνω
- συνηθίζω
- ενισχύω
- ενισχύω
- ενισχύω
- εγκλιματίζω
- προσαρμοστεί
- συνηθίζω
- ενισχύω
- σιδεράκια
- συνθήκη
- Πήχης
- συνηθίζω
- σκληρύνω
- αναζωογονώ
- πολιτογραφώ
- στηρίζω
- εποχή
- Χάλυβας
- υποστήριξη
- σκληραίνω
- ζωογονώ
- αναιρεί
- Διαρρήκτης
- σκληραίνει
- ευλύγιστος
- ταμπεραμέντο
- τρένο
Nearest Words of immunize
- immunization => εμβολιασμός
- immunity => Ανοσία
- immunities => Ανοσίες
- immunised => εμβολιασμένοι
- immunise => εμβολιάζω
- immunisation => Εμβολιασμός
- immune system => ανοσοποιητικό σύστημα
- immune suppressant drug => Ανοσοκατασταλτικό φάρμακο
- immune serum globulin => Ανοσοσφαιρίνες ορού
- immune response => ανοσοαπόκριση
- immunized => Εμβολιασμένος
- immunizing agent => ανοσοποιητικός παράγοντας
- immunoassay => Ανοσολογικός προσδιορισμός
- immunochemical => Ανοσοχημικός
- immunochemical assay => Ανοσοχημικός προσδιορισμός
- immunochemistry => ανοσοχημεία
- immunocompetence => Ανοσοικανότητα
- immunocompetent => ανοσοϊκανός
- immunocompromised => ανοσοκατασταλμένος
- immunodeficiency => Ανοσοανεπάρκεια
Definitions and Meaning of immunize in English
immunize (v)
law: grant immunity from prosecution
perform vaccinations or produce immunity in by inoculation
FAQs About the word immunize
ανοσοποιώ
law: grant immunity from prosecution, perform vaccinations or produce immunity in by inoculation
προσαρμόζω,Προσαρμόζω,μαξιλάρι,αντηρίδα,επιβάλλω,οχυρώνω,συνηθίζω,ενισχύω,ενισχύω,ενισχύω
εξάτμιση,μαλακώνω,εξασθενώ,ανάπηρος,Μηριαίοι τένοντες,ανικανόποιω,χυμός,ευαισθητοποιώ,εξασθενίζω,εξασθενίζω
immunization => εμβολιασμός, immunity => Ανοσία, immunities => Ανοσίες, immunised => εμβολιασμένοι, immunise => εμβολιάζω,