Greek Meaning of immunize

ανοσοποιώ

Other Greek words related to ανοσοποιώ

Definitions and Meaning of immunize in English

Wordnet

immunize (v)

law: grant immunity from prosecution

perform vaccinations or produce immunity in by inoculation

FAQs About the word immunize

ανοσοποιώ

law: grant immunity from prosecution, perform vaccinations or produce immunity in by inoculation

προσαρμόζω,Προσαρμόζω,μαξιλάρι,αντηρίδα,επιβάλλω,οχυρώνω,συνηθίζω,ενισχύω,ενισχύω,ενισχύω

εξάτμιση,μαλακώνω,εξασθενώ,ανάπηρος,Μηριαίοι τένοντες,ανικανόποιω,χυμός,ευαισθητοποιώ,εξασθενίζω,εξασθενίζω

immunization => εμβολιασμός, immunity => Ανοσία, immunities => Ανοσίες, immunised => εμβολιασμένοι, immunise => εμβολιάζω,