FAQs About the word immunised

εμβολιασμένοι

having been rendered unsusceptible to a disease

No synonyms found.

No antonyms found.

immunise => εμβολιάζω, immunisation => Εμβολιασμός, immune system => ανοσοποιητικό σύστημα, immune suppressant drug => Ανοσοκατασταλτικό φάρμακο, immune serum globulin => Ανοσοσφαιρίνες ορού,