Greek Meaning of inured

συνηθισμένος

Other Greek words related to συνηθισμένος

Definitions and Meaning of inured in English

Wordnet

inured (s)

made tough by habitual exposure

Webster

inured (imp. & p. p.)

of Inure

FAQs About the word inured

συνηθισμένος

made tough by habitual exposureof Inure

σκληρυμένο,ανθεκτικός,ανώμαλος,δυνατός,γερός,σκληρός,ζωηρός,χυτοσίδηρος,ανθεκτικός,ανθεκτικός

εξασθενημένος,λεπτός,άρρωστος,ευνουχισμένος,εξασθενημένος,εξαντλημένος,ανίκανος,μαλακός,τρυφερό,σπαταλημένος

inure => συνηθίζω, inurbanity => απολίτιστο, inurbane => άξεστος, inunderstanding => παρεξήγηση, inundation => Πλημμύρα,