Greek Meaning of cast iron
χυτοσίδηρος
Other Greek words related to χυτοσίδηρος
- άκαμπτος
- αυστηρός
- αυστηρός
- αμετάπειστος
- με ορείχαλκο
- συνειδητός
- απαιτητικός
- Σκληρή γραμμή
- άκαμπτος
- σχολαστικός
- σταθερός
- αυστηρός
- αδιάλλακτος
- ακλόνητος
- αδαμάντινος
- αυστηρός
- κοντά
- απαιτητικός
- αποφασισμένος
- επίμονος
- ακριβές
- στερεός
- Φlinstones
- επιλεκτικός
- ζοφερός
- σκληρός
- σκληρυμένο
- σκληρός
- ακίνητος
- αμείλικτος
- σιδεροδέσμιος
- επιμελής
- σχολαστικός
- αμείλικτος
- Επιλεγμένο
- συνειδητός
- σοβαρός
- αποφασισμένος
- πρύμνη
- πεισματάρης
- επίμονος
- σκληρός
- αμείλικτος
- άκαμπτος
- σταθερός
- αμείλικτος
- αμείλικτος
- αμετάπειστος
- συμβατός
- ευέλικτος
- χαλαρός
- χαλαρός
- εύκαμπτος, εύπλαστος
- εύκαμπτος, εύπλαστος
- χαλαρός
- Χαλαρός
- μαλακός
- υποχωρητικός
- συγκαταβατικός
- ανένδοτος
- εύκολος
- εύκολος
- ήπιος
- επιεικής
- παρακαλώ
- επιεικής
- ελεήμων
- ήπιος
- απρόσεκτος
- ανεκτικός
- αμελής
- αμελής
- Χάιδεμα
- επιεικής
- αμελής
- ατημέλητος
- ατημέλητος
- κακομαθαίνω
- ανέμελος
Nearest Words of cast iron
- cast of characters => Κατάλογος χαρακτήρων
- cast off => πετάω μακριά
- cast on => ρίχνει
- cast out => αποβάλλω / εξορίζω
- cast steel => Κατασκευή από χυτοσίδηρο
- castalian => καστάλιος
- castanea => Καστανιά
- castanea chrysophylla => Καστανιά η χρυσοφύλλη
- castanea crenata => Castanea crenata
- castanea dentata => Αμερικάνικο κάστανο
Definitions and Meaning of cast iron in English
cast iron (n)
an alloy of iron containing so much carbon that it is brittle and so cannot be wrought but must be shaped by casting
cast iron (s)
extremely robust
cast iron ()
Highly carbonized iron, the direct product of the blast furnace; -- used for making castings, and for conversion into wrought iron and steel. It can not be welded or forged, is brittle, and sometimes very hard. Besides carbon, it contains sulphur, phosphorus, silica, etc.
cast iron (a.)
Made of cast iron. Hence, Fig.: like cast iron; hardy; unyielding.
FAQs About the word cast iron
χυτοσίδηρος
an alloy of iron containing so much carbon that it is brittle and so cannot be wrought but must be shaped by casting, extremely robustHighly carbonized iron, th
άκαμπτος,αυστηρός,αυστηρός,αμετάπειστος,με ορείχαλκο,συνειδητός,απαιτητικός,Σκληρή γραμμή,άκαμπτος,σχολαστικός
συμβατός,ευέλικτος,χαλαρός,χαλαρός,εύκαμπτος, εύπλαστος,εύκαμπτος, εύπλαστος,χαλαρός,Χαλαρός,μαλακός,υποχωρητικός
cast down => καταβεβλημένος, cast away => απορρίπτω, cast aside => Πετάω κάτι μακριά, cast around => Κοιτάζει γύρω, cast anchor => ρίχνω άγκυρα,