Greek Meaning of compromising
ανένδοτος
Other Greek words related to ανένδοτος
- χυτοσίδηρος
- κοντά
- συνειδητός
- ακριβές
- απαιτητικός
- Σκληρή γραμμή
- άκαμπτος
- σχολαστικός
- άκαμπτος
- αυστηρός
- συνειδητός
- αυστηρός
- αυστηρός
- αδιάλλακτος
- αμετάπειστος
- με ορείχαλκο
- αποφασισμένος
- στερεός
- επιλεκτικός
- επιμελής
- σχολαστικός
- αμείλικτος
- Επιλεγμένο
- σταθερός
- πεισματάρης
- επίμονος
- άκαμπτος
- ακλόνητος
- σταθερός
- αδαμάντινος
- επίμονος
- αποφασισμένος
Nearest Words of compromising
- compromiser => συμβιβαστικός
- compromise verdict => συμβιβαστική ετυμηγορία
- compromise => συμβιβασμός
- comprise => συμπεριλαμβάνουν
- compressor => συμπιεστής
- compression projectile => Πυροβόλο συμπίεσης
- compression fracture => Σπασμός θλίψης
- compression bandage => Επίδεση συμπίεσης
- compression => συμπίεση
- compressing => συμπιέζοντας
- comptograph => Κομπτόγραφος
- comptometer => Κομπτόμετρο
- compton => Κόμπτον
- comptonia => Κομπτόνια
- comptonia asplenifolia => Comptonia asplenifolia
- comptonia peregrina => Κομπτονία η ξενική
- comptroller => ελεγκτής
- comptroller general => γενικός ελεγκτής
- comptroller of the currency => ελεγκτής νομίσματος
- comptrollership => Ελεγκτική Αρχή
Definitions and Meaning of compromising in English
compromising (a)
making or willing to make concessions
compromising (s)
vulnerable to danger especially of discredit or suspicion
FAQs About the word compromising
ανένδοτος
making or willing to make concessions, vulnerable to danger especially of discredit or suspicion
συγκαταβατικός,συμβατός,ευέλικτος,χαλαρός,χαλαρός,εύκαμπτος, εύπλαστος,εύκαμπτος, εύπλαστος,χαλαρός,επιεικής,υποχωρητικός
χυτοσίδηρος,κοντά,συνειδητός,ακριβές,απαιτητικός,Σκληρή γραμμή,άκαμπτος,σχολαστικός,άκαμπτος,αυστηρός
compromiser => συμβιβαστικός, compromise verdict => συμβιβαστική ετυμηγορία, compromise => συμβιβασμός, comprise => συμπεριλαμβάνουν, compressor => συμπιεστής,