Greek Meaning of compromising

ανένδοτος

Other Greek words related to ανένδοτος

Definitions and Meaning of compromising in English

Wordnet

compromising (a)

making or willing to make concessions

Wordnet

compromising (s)

vulnerable to danger especially of discredit or suspicion

FAQs About the word compromising

ανένδοτος

making or willing to make concessions, vulnerable to danger especially of discredit or suspicion

συγκαταβατικός,συμβατός,ευέλικτος,χαλαρός,χαλαρός,εύκαμπτος, εύπλαστος,εύκαμπτος, εύπλαστος,χαλαρός,επιεικής,υποχωρητικός

χυτοσίδηρος,κοντά,συνειδητός,ακριβές,απαιτητικός,Σκληρή γραμμή,άκαμπτος,σχολαστικός,άκαμπτος,αυστηρός

compromiser => συμβιβαστικός, compromise verdict => συμβιβαστική ετυμηγορία, compromise => συμβιβασμός, comprise => συμπεριλαμβάνουν, compressor => συμπιεστής,