Greek Meaning of acquiescent

συγκαταβατικός

Other Greek words related to συγκαταβατικός

Definitions and Meaning of acquiescent in English

Wordnet

acquiescent (s)

willing to carry out the orders or wishes of another without protest

Webster

acquiescent (a.)

Resting satisfied or submissive; disposed tacitly to submit; assentive; as, an acquiescent policy.

FAQs About the word acquiescent

συγκαταβατικός

willing to carry out the orders or wishes of another without protestResting satisfied or submissive; disposed tacitly to submit; assentive; as, an acquiescent p

υπάκουος,παθητικός,παραιτημένος,συμβατός,υπάκουος,ανεκτικός,μη ανθεκτικός,εύκαμπτος, εύπλαστος,στωικός,στωικός

αντίθετος,προκλητικός,ανυπάκουος,απείθαρχος,αδάμαστος,στασιαστικός,επαναστατημένος,ανυπότακτος,πυρίμαχος,ανθεκτικό

acquiescency => ευελιξία, acquiescence => αποδοχή, acquiesced => συμφώνησε, acquiesce => συναινώ, acquest => περιουσία,