Greek Meaning of comptrollership
Ελεγκτική Αρχή
Other Greek words related to Ελεγκτική Αρχή
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of comptrollership
- comptroller of the currency => ελεγκτής νομίσματος
- comptroller general => γενικός ελεγκτής
- comptroller => ελεγκτής
- comptonia peregrina => Κομπτονία η ξενική
- comptonia asplenifolia => Comptonia asplenifolia
- comptonia => Κομπτόνια
- compton => Κόμπτον
- comptometer => Κομπτόμετρο
- comptograph => Κομπτόγραφος
- compromising => ανένδοτος
- compulsion => Ανάγκη
- compulsive => καταναγκαστικός
- compulsively => καταναγκαστικά
- compulsiveness => Καταναγκαστικότητα
- compulsivity => καταναγκαστικότητα
- compulsorily => υποχρεωτικά
- compulsory => υποχρεωτικό
- compulsory process => Υποχρεωτική διαδικασία
- compunction => Τύψεις
- computable => Υπολογίσιμος
Definitions and Meaning of comptrollership in English
comptrollership (n)
the position of comptroller
FAQs About the word comptrollership
Ελεγκτική Αρχή
the position of comptroller
No synonyms found.
No antonyms found.
comptroller of the currency => ελεγκτής νομίσματος, comptroller general => γενικός ελεγκτής, comptroller => ελεγκτής, comptonia peregrina => Κομπτονία η ξενική, comptonia asplenifolia => Comptonia asplenifolia,