Greek Meaning of compulsiveness

Καταναγκαστικότητα

Other Greek words related to Καταναγκαστικότητα

Definitions and Meaning of compulsiveness in English

Wordnet

compulsiveness (n)

the trait of acting compulsively

FAQs About the word compulsiveness

Καταναγκαστικότητα

the trait of acting compulsively

παρορμητικός,καταναγκαστικός,αυτόματος,οδηγείται,ιδεοληπτικός,αυθόρμητος,επίμονος,ενστικτώδης,ακούσιος,ανεξέλεγκτος

εθελοντικός,εσκεμμένος,εκούσιος,ελεγχόμενο,διαχειρίσιμος,αυθόρμητο,ανθεκτικός

compulsively => καταναγκαστικά, compulsive => καταναγκαστικός, compulsion => Ανάγκη, comptrollership => Ελεγκτική Αρχή, comptroller of the currency => ελεγκτής νομίσματος,