Greek Meaning of computational linguistics
Υπολογιστική Γλωσσολογία
Other Greek words related to Υπολογιστική Γλωσσολογία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of computational linguistics
- computational linguist => Επιστήμονας της γλωσσολογίας μέσω υπολογιστή
- computational => Υπολογιστικός
- computation => Υπολογισμός
- computable => Υπολογίσιμος
- compunction => Τύψεις
- compulsory process => Υποχρεωτική διαδικασία
- compulsory => υποχρεωτικό
- compulsorily => υποχρεωτικά
- compulsivity => καταναγκαστικότητα
- compulsiveness => Καταναγκαστικότητα
- computationally => υπολογιστικά
- compute => υπολογίζω
- computed axial tomography => Αξονική τομογραφία υπολογιστών
- computed tomography => Αξονική τομογραφία
- computer => υπολογιστής
- computer accessory => Αξεσουάρ υπολογιστή
- computer address => διεύθυνση υπολογιστή
- computer architecture => Αρχιτεκτονική Η/Υ
- computer backup => Αντίγραφο ασφαλείας υπολογιστή
- computer business => επιχείρηση πληροφορικής
Definitions and Meaning of computational linguistics in English
computational linguistics (n)
the use of computers for linguistic research and applications
FAQs About the word computational linguistics
Υπολογιστική Γλωσσολογία
the use of computers for linguistic research and applications
No synonyms found.
No antonyms found.
computational linguist => Επιστήμονας της γλωσσολογίας μέσω υπολογιστή, computational => Υπολογιστικός, computation => Υπολογισμός, computable => Υπολογίσιμος, compunction => Τύψεις,