Greek Meaning of resistible
ανθεκτικός
Other Greek words related to ανθεκτικός
Nearest Words of resistible
- resistibility => ανθεκτικότητα
- resistful => ανθεκτικό
- resister => αντίσταση
- resisted => αντιστάθηκε
- resistant => ανθεκτικό
- resistance unit => Μονάδα αντίστασης
- resistance thermometer => Θερμόμετρο αντίστασης
- resistance pyrometer => Πυρόμετρο αντίστασης
- resistance frame => Πλαίσιο αντίστασης
- resistance => αντίσταση
Definitions and Meaning of resistible in English
resistible (a)
capable of being resisted or withstood or frustrated
resistible (a.)
Capable of being resisted; as, a resistible force.
FAQs About the word resistible
ανθεκτικός
capable of being resisted or withstood or frustratedCapable of being resisted; as, a resistible force.
ελεγχόμενο,διαχειρίσιμος,εθελοντικός,εσκεμμένος,αυθόρμητο,εκούσιος
καταναγκαστικός,οδηγείται,παρορμητικός,ανεξέλεγκτος,ιδεοληπτικός,καταναγκαστικός,ανεξέλεγκτο,αυτόματος,επίμονος,ενστικτώδης
resistibility => ανθεκτικότητα, resistful => ανθεκτικό, resister => αντίσταση, resisted => αντιστάθηκε, resistant => ανθεκτικό,