Greek Meaning of resisting

αντιστάμενο

Other Greek words related to αντιστάμενο

Definitions and Meaning of resisting in English

Webster

resisting (p. pr. & vb. n.)

of Resist

Webster

resisting (a.)

Making resistance; opposing; as, a resisting medium.

FAQs About the word resisting

αντιστάμενο

of Resist, Making resistance; opposing; as, a resisting medium.

Αντιφατικό,προκλητικός,αντίθετος,επαναστάτης,ανυπότακτος,πυρίμαχος,ανθεκτικό,εσκεμμένος,ανταγωνιστικός,αντιρρόπηση

ευχάριστος,καλοήθης,ευνοϊκή,φιλικός,θετικός,ανεκτικός,κατανόηση,δίχως αντίσταση,συμμορφούμενος,ευνοϊκός

resistible => ανθεκτικός, resistibility => ανθεκτικότητα, resistful => ανθεκτικό, resister => αντίσταση, resisted => αντιστάθηκε,