Greek Meaning of wayward

ατίθασος

Other Greek words related to ατίθασος

Definitions and Meaning of wayward in English

Wordnet

wayward (s)

resistant to guidance or discipline

Webster

wayward (a.)

Taking one's own way; disobedient; froward; perverse; willful.

FAQs About the word wayward

ατίθασος

resistant to guidance or disciplineTaking one's own way; disobedient; froward; perverse; willful.

προκλητικός,επαναστάτης,επαναστατημένος,πεισματάρης,αμετάπειστος,κακός,δύστροπος,αντίθετος,αυθάδης,ανυπάκουος

συγκαταβατικός,ευχάριστος,Επιδεκτικός,φιλικός,συμβατός,Συμφωνούσα,συνεταιρισμός,σεβαστικός,υπάκουος,υπάκουος

wayside => στο πλάι του δρόμου, ways and means committee => Επιτροπή Μέσων και Τρόπων, ways and means => τρόποι και μέσα, ways => τρόποι, way-out => εκκεντρικός,