Greek Meaning of noncooperative

μη συνεργάσιμη

Other Greek words related to μη συνεργάσιμη

Definitions and Meaning of noncooperative in English

noncooperative

of, relating to, or characterized by noncooperation

FAQs About the word noncooperative

μη συνεργάσιμη

of, relating to, or characterized by noncooperation

δύστροπος,αυθάδης,προκλητικός,ανυπάκουος,αδάμαστος,Θορυβώδης,επαναστατημένος,ανυπότακτος,μη συνεργάσιμος,άτακτος

ευχάριστος,φιλικός,συνεταιρισμός,σεβαστικός,συγκαταβατικός,συμπεριφέρεται,ευγενικός,με αυτοπειθαρχία ,προθυμος,ευγενικός

noncooperation => Μη συνεργασία, nonconventional => μη συμβατικός, noncontradictory => μη αντιφατικός, noncontiguous => μη συνεχόμενος, noncontemporary => μη σύγχρονος,