Greek Meaning of mannerly

ευγενικός

Other Greek words related to ευγενικός

Definitions and Meaning of mannerly in English

Wordnet

mannerly (s)

socially correct in behavior

Webster

mannerly (a.)

Showing good manners; civil; respectful; complaisant.

Webster

mannerly (adv.)

With good manners.

FAQs About the word mannerly

ευγενικός

socially correct in behaviorShowing good manners; civil; respectful; complaisant., With good manners.

φιλεύσπλαχνος,ευγενικός,προσεκτικός,πολιτικός,πολιτισμένος,ευγενικός,φιλικός,γενναιοδωρος,ζωηρός,χαριτωμένος

Αγενής,αγενής,απρόσεκτος,αναιδής,αγενής,Θρασύς,αναίσθητος,θρασύς,Αγενής,απρόσεκτος

mannerliness => ευγένεια, mannerist => μανιερίστας, mannerism => Μανιερισμός, mannered => ευγενής, mannerchor => Χορωδία,