Greek Meaning of mannerism
Μανιερισμός
Other Greek words related to Μανιερισμός
- χαρακτηριστικός
- Εκκεντρικότητα
- συνήθεια
- Ιδιοσυγκρασία
- ιδιαιτερότητα
- ιδιοτροπία
- μοναδικότητα
- χαρακτηριστικό
- τέχνασμα
- μανιέρα
- στάση
- χαρακτηριστικό
- Χαρακτήρας
- Τεταρτημόριο
- περιέργεια
- ατομικισμός
- κόμπος
- ιδιαιτερότητα
- μοτίβο
- προσωπικότητα
- Πρακτική
- ουσία
- αστείο
- τικ
- τάση
- στρέφω
- αβεβαιότητα
- ανωμαλία
- εθισμός
- αέρας
- λυγισμένος
- συνήθεια
- διάθεση
- διάνοια
- χιούμορ
- ταυτότητα
- κλίση
- ατομικότητα
- Σήμα
- φύση
- νευρωτισμός
- μεροληψία
- προτίμηση
- Εκτροπή
- εξάσκηση
- προτίμηση
- προδιάθεση
- ευελιξία
- Τάση
- ιδιοκτησία
- ιδιοσυγκρασία
- τρόπος
- περίεργος
- δεν θα
Nearest Words of mannerism
Definitions and Meaning of mannerism in English
mannerism (n)
a behavioral attribute that is distinctive and peculiar to an individual
a deliberate pretense or exaggerated display
mannerism (n.)
Adherence to a peculiar style or manner; a characteristic mode of action, bearing, or treatment, carried to excess, especially in literature or art.
FAQs About the word mannerism
Μανιερισμός
a behavioral attribute that is distinctive and peculiar to an individual, a deliberate pretense or exaggerated displayAdherence to a peculiar style or manner; a
χαρακτηριστικός,Εκκεντρικότητα,συνήθεια,Ιδιοσυγκρασία,ιδιαιτερότητα,ιδιοτροπία,μοναδικότητα,χαρακτηριστικό,τέχνασμα,μανιέρα
συμμόρφωση,ομοιότητα
mannered => ευγενής, mannerchor => Χορωδία, manner of walking => Τρόπος βαδίσματος, manner of speaking => τρόπος ομιλίας, manner name => Τρόπος προσφώνησης,