Greek Meaning of neuroticism
νευρωτισμός
Other Greek words related to νευρωτισμός
- ανωμαλία
- εθισμός
- Εκτροπή
- προδιάθεση
- χαρακτηριστικό
- περίεργος
- μανιέρα
- στάση
- χαρακτηριστικό
- λυγισμένος
- χαρακτηριστικός
- συνήθεια
- διάθεση
- Εκκεντρικότητα
- διάνοια
- συνήθεια
- χιούμορ
- ταυτότητα
- κλίση
- ατομικισμός
- ατομικότητα
- στηριζόμενος
- μεροληψία
- μοτίβο
- προτίμηση
- προσωπικότητα
- Πρακτική
- εξάσκηση
- προτίμηση
- ευελιξία
- Τάση
- ιδιοκτησία
- ιδιοσυγκρασία
- τάση
- αέρας
- Χαρακτήρας
- περιέργεια
- Ιδιοσυγκρασία
- κόμπος
- Μανιερισμός
- Σήμα
- φύση
- ιδιαιτερότητα
- ιδιαιτερότητα
- αστείο
- ιδιοτροπία
- τικ
- μοναδικότητα
- σειρά
- στρέφω
- τρόπος
- δεν θα
- αβεβαιότητα
Nearest Words of neuroticism
- neurotically => νευρωτικά
- neurotic depression => Νευρωτική κατάθλιψη
- neurotic => νευρωτικός
- neurosyphilis => Νευροσύφιλη
- neurosurgery => Νευροχειρουργική
- neurosurgeon => Νευροχειρουργός
- neurospora => Νευροσπόρα
- neurospast => Νευροσπασμός
- neuroskeleton => νευροσκελετός
- neuroskeletal => νευροσκελετικό
Definitions and Meaning of neuroticism in English
neuroticism (n)
a mental or personality disturbance not attributable to any known neurological or organic dysfunction
FAQs About the word neuroticism
νευρωτισμός
a mental or personality disturbance not attributable to any known neurological or organic dysfunction
ανωμαλία,εθισμός,Εκτροπή,προδιάθεση,χαρακτηριστικό,περίεργος,μανιέρα,στάση,χαρακτηριστικό,λυγισμένος
συμμόρφωση,ομοιότητα
neurotically => νευρωτικά, neurotic depression => Νευρωτική κατάθλιψη, neurotic => νευρωτικός, neurosyphilis => Νευροσύφιλη, neurosurgery => Νευροχειρουργική,