FAQs About the word curiosity

περιέργεια

a state in which you want to learn more about something, something unusual -- perhaps worthy of collecting

ανησυχία,περιέργεια,περιέργεια,Ενδιαφέρον,ερώτηση,προσοχή,ερώτημα,περιέργεια,έκπληξη,Υποκλοπή

απάθεια,αδιαφορία,αδιαφορία,αδιαφορία,αδιαφορία,αδιαφορία,αδιαφορία

curiosa => περίεργη, curio => περιέργεια, curing => σκλήρυνση, curietherapy => Κυριεθεραπεία, curie temperature => Θερμοκρασία Κιουρί,