Greek Meaning of curing
σκλήρυνση
Other Greek words related to σκλήρυνση
- κινούμενος
- επωφελής
- Διπλωματικός
- θεραπευτικός
- φαρμακευτικός
- διορθωτική
- αναζωογονητικός
- μεταρρυθμιστικός
- αναμορφωτήριο
- Αποκαταστατικός
- διορθωτικός
- επανορθωτικό
- επανορθωτικός
- θεραπευτική
- κλιματισμός
- exhilarating
- υγιής
- υγιής
- χρήσιμος
- επιτάχυνση
- αναβιωτικό
- υγιής
- ευεργετικός
- ενδυνάμωση
- υγιεινός
- ενθαρρυντικός
- φιλικός
- τονωτικός
- ζωογόνος
- αναζωογονητικός
- αποκαταστατικός
- κοφτερός
- διεγερτικό
- διεγερτικό
- Τονωτικό
- Ζωτικός
- ζωοποιητικό
- αναζωογονητικός
- αναζωογονητικός
Nearest Words of curing
Definitions and Meaning of curing in English
curing (n)
the process of becoming hard or solid by cooling or drying or crystallization
FAQs About the word curing
σκλήρυνση
the process of becoming hard or solid by cooling or drying or crystallization
κινούμενος,επωφελής,Διπλωματικός,θεραπευτικός,φαρμακευτικός,διορθωτική,αναζωογονητικός,μεταρρυθμιστικός,αναμορφωτήριο,Αποκαταστατικός
νεκρωτικό,εξουθενωτικό,επιβλαβής,αποστράγγιση,εξαντλητικός,επιζήμιος,μουδιαστικό,εξασθένιση,εξαντλητικό,αποδυναμωτικό
curietherapy => Κυριεθεραπεία, curie temperature => Θερμοκρασία Κιουρί, curie point => σημείο Curie, curie => κιουρί, curial => Κουριάλ,