FAQs About the word reparative

επανορθωτικός

Repairing, or tending to repair., That which repairs.

θεραπευτικός,αποκαταστατικός,θεραπευτική,τροποποιητικός,επωφελής,Διπλωματικός,χρήσιμος,φαρμακευτικός,αναμορφωτήριο,διορθωτικός

No antonyms found.

reparation => αποζημίωση, reparably => επιδιορθωμένο, reparable => επιδιορθώσιμο, reparability => Επισκευαστικότητα, repand => πλατύρρινος,