FAQs About the word repairer

επισκευαστής

a skilled worker who mends or repairs thingsOne who, or that which, repairs, restores, or makes amends.

γιατρός,μπαλωματής,ανακαινιστής,επισκευαστής / μαστόρι,τεχνικός συντήρησης,τεχνίτης,Πολυτεχνίτης,μάστορας για όλες τις δουλειές,μηχανικός,Αντιμετώπιση προβλημάτων

No antonyms found.

repaired => επισκευάστηκε, repairable => Επισκευάσιμο, repair shop => Συνεργείο επισκευών, repair shed => Αποθήκη επισκευής, repair => Επισκευή,