Greek Meaning of repairer
επισκευαστής
Other Greek words related to επισκευαστής
Nearest Words of repairer
Definitions and Meaning of repairer in English
repairer (n)
a skilled worker who mends or repairs things
repairer (n.)
One who, or that which, repairs, restores, or makes amends.
FAQs About the word repairer
επισκευαστής
a skilled worker who mends or repairs thingsOne who, or that which, repairs, restores, or makes amends.
γιατρός,μπαλωματής,ανακαινιστής,επισκευαστής / μαστόρι,τεχνικός συντήρησης,τεχνίτης,Πολυτεχνίτης,μάστορας για όλες τις δουλειές,μηχανικός,Αντιμετώπιση προβλημάτων
No antonyms found.
repaired => επισκευάστηκε, repairable => Επισκευάσιμο, repair shop => Συνεργείο επισκευών, repair shed => Αποθήκη επισκευής, repair => Επισκευή,