Greek Meaning of serviceman
τεχνικός συντήρησης
Other Greek words related to τεχνικός συντήρησης
- στρατιώτης
- πολεμιστής
- μαχητής
- λεγεωνάριος
- Θαλάσσιος
- επιδρομέας
- Δασοφύλακας
- στρατιώτης
- Βετεράνος
- Τοξότης
- Πυροβολητής
- Πυροβολητής
- καραμπινιέρος
- καβαλάρης
- Ιππέας
- πρωταθλητής
- μαχητής
- κομάντο
- ομοσπονδιακός
- στρατιώτης
- ηπειρωτικός
- Πεζός στρατιώτης
- στρατιώτης
- Δραγώνος
- ομοσπονδιακός
- Πεζός στρατιώτης
- Πόδας
- γι
- μουρμούρα
- φρουρός
- Αντάρτες
- Ανταρτοπόλεμος
- Πυροβολητής
- Πεζοναύτης
- ακανόνιστος
- - ιππότης
- Λογχοφόρος
- Λεγεωνάριος
- οπλίτης
- Πολιτοφύλακας
- μουσκετερος
- παραστρατιωτικός
- μεροληπτικός
- αντάρτης
- στρατολογώ
- τακτικός
- Εφεδρος
- Σκοπευτής
- Πρόσωπο σκύλου
- πεζοναύτης
- εργαζόμενη υπηρεσιών
Nearest Words of serviceman
- serviceberry => serviceberry
- serviceage => ηλικία συντήρησης
- serviceableness => Χρηστικότητα
- serviceable => επισκευάσιμος
- serviceability => Συντηρησιμότητα
- service uniform => Στολή υπηρεσίας
- service tree => Οστρυά
- service stripe => Διακριτικό υπηρεσίας
- service station => βενζινοπωλείο
- service staff => Προσωπικό εξυπηρέτησης
Definitions and Meaning of serviceman in English
serviceman (n)
someone who serves in the armed forces; a member of a military force
FAQs About the word serviceman
τεχνικός συντήρησης
someone who serves in the armed forces; a member of a military force
στρατιώτης,πολεμιστής,μαχητής,λεγεωνάριος,Θαλάσσιος,επιδρομέας,Δασοφύλακας,στρατιώτης,Βετεράνος,Τοξότης
Πολίτης
serviceberry => serviceberry, serviceage => ηλικία συντήρησης, serviceableness => Χρηστικότητα, serviceable => επισκευάσιμος, serviceability => Συντηρησιμότητα,