Greek Meaning of guerrilla
Ανταρτοπόλεμος
Other Greek words related to Ανταρτοπόλεμος
- ομοσπονδιακός
- Θαλάσσιος
- παραστρατιωτικός
- μεροληπτικός
- στρατιώτης
- πολεμιστής
- Ιππέας
- κομάντο
- ομοσπονδιακός
- μαχητής
- Πεζοναύτης
- ακανόνιστος
- Λεγεωνάριος
- λεγεωνάριος
- αντάρτης
- επιδρομέας
- Δασοφύλακας
- τεχνικός συντήρησης
- στρατιώτης
- Βετεράνος
- Αντεπανάσταση
- αντιπαρτιζάνικες επιχειρήσεις
- Τοξότης
- Πυροβολητής
- εμπόλεμος
- Πυροβολητής
- Καραμπινιέρος
- καραμπινιέρος
- καβαλάρης
- πρωταθλητής
- μαχητής
- στρατιώτης
- ηπειρωτικός
- Πεζός στρατιώτης
- στρατιώτης
- Δραγώνος
- εγγεγραμμένος
- Πεζός στρατιώτης
- Πόδας
- χωροφύλακας
- γι
- μουρμούρα
- φρουρός
- Πυροβολητής
- Λογχοφόρος
- οπλίτης
- Πολιτοφύλακας
- Εθνοφύλακας
- μουσκετερος
- δόρυφορος
- στρατολογώ
- τακτικός
- Εφεδρος
- Σκοπευτής
- Πολεμικό άλογο
- Τοξότης
- Πρόσωπο σκύλου
- πεζοναύτης
- Ολμοβόλος
- εργαζόμενη υπηρεσιών
- ακοντιστής
Nearest Words of guerrilla
Definitions and Meaning of guerrilla in English
guerrilla (n)
a member of an irregular armed force that fights a stronger force by sabotage and harassment
guerrilla (n.)
An irregular mode of carrying on war, by the constant attacks of independent bands, adopted in the north of Spain during the Peninsular war.
One who carries on, or assists in carrying on, irregular warfare; especially, a member of an independent band engaged in predatory excursions in war time.
guerrilla (a.)
Pertaining to, or engaged in, warfare carried on irregularly and by independent bands; as, a guerrilla party; guerrilla warfare.
FAQs About the word guerrilla
Ανταρτοπόλεμος
a member of an irregular armed force that fights a stronger force by sabotage and harassmentAn irregular mode of carrying on war, by the constant attacks of ind
ομοσπονδιακός,Θαλάσσιος,παραστρατιωτικός,μεροληπτικός,στρατιώτης,πολεμιστής,Ιππέας,κομάντο,ομοσπονδιακός,μαχητής
Πολίτης,μη μάχιμος
guernsey lily => Κρίνο της Γκέρνσεϊ, guernsey => Γκέρνσεϊ, guerite => γκέριτα, guerilla force => Γκερίλα, guerilla => Αντάρτες,