Greek Meaning of enrollee
εγγεγραμμένος
Other Greek words related to εγγεγραμμένος
- μαχητής
- στρατιώτης
- στρατιώτης
- στρατολογώ
- Εφεδρος
- Βετεράνος
- ομοσπονδιακός
- Αντεπανάσταση
- αντιπαρτιζάνικες επιχειρήσεις
- Αντάρτες
- Ανταρτοπόλεμος
- ακανόνιστος
- - ιππότης
- ισοβίτης
- μη μάχιμος
- αντάρτης
- Πολεμικό άλογο
- Τοξότης
- πρωταθλητής
- ηπειρωτικός
- εκσκαφέας
- ομοσπονδιακός
- Γκάλοουγλας
- χωροφύλακας
- γι
- φρουρός
- Λογχοφόρος
- Πολιτοφύλακας
- Εθνοφύλακας
- παραστρατιωτικός
- μεροληπτικός
- δόρυφορος
- ακοντιστής
Nearest Words of enrollee
Definitions and Meaning of enrollee in English
enrollee (n)
a person who enrolls in (or is enrolled in) a class or course of study
FAQs About the word enrollee
εγγεγραμμένος
a person who enrolls in (or is enrolled in) a class or course of study
μαχητής,στρατιώτης,στρατιώτης,στρατολογώ,Εφεδρος,Βετεράνος,ομοσπονδιακός,Αντεπανάσταση,αντιπαρτιζάνικες επιχειρήσεις,Αντάρτες
Πολίτης
enrolled => εγγεγραμμένος/-η/-ο, enroll => εγγράφω, enrol => εγγράφω, enrockment => λιθοριπή, enrobe => επικαλύπτω,