FAQs About the word draftee

στρατιώτης

someone who is drafted into military service

στρατιώτης,στρατολογώ,μυημένος,τέλος,νέος,επιλεγμένος

εθελοντής,στρατιώτης

drafted => συντάχθηκε, draft horse => Βάρος αλόγου, draft evader => λιποτάκτης, draft dodger => Λειψοτάκτης, draft copy => προσχέδιο,