Greek Meaning of counterguerrilla
αντιπαρτιζάνικες επιχειρήσεις
Other Greek words related to αντιπαρτιζάνικες επιχειρήσεις
- καραμπινιέρος
- Αντάρτες
- Ανταρτοπόλεμος
- ακανόνιστος
- παραστρατιωτικός
- αντάρτης
- τεχνικός συντήρησης
- στρατιώτης
- στρατιώτης
- πολεμιστής
- καβαλάρης
- Ιππέας
- Πρόσωπο σκύλου
- Πεζός στρατιώτης
- Δραγώνος
- μαχητής
- Πεζός στρατιώτης
- Πεζοναύτης
- Λεγεωνάριος
- λεγεωνάριος
- οπλίτης
- Θαλάσσιος
- μεροληπτικός
- επιδρομέας
- τακτικός
- εργαζόμενη υπηρεσιών
- Τοξότης
- Πυροβολητής
- Πυροβολητής
- Καραμπινιέρος
- κομάντο
- Πόδας
- μουρμούρα
- Πυροβολητής
- πεζοναύτης
- μουσκετερος
- Δασοφύλακας
- Σκοπευτής
Nearest Words of counterguerrilla
- counterguerillas => Αντάρτες
- counterguerilla => Αντεπανάσταση
- counterforce => αντιστάθμιση
- counterfeits => πλαστά
- counterfeiting => πλαστογραφία
- counterfeiters => πλαστογράφοι
- counterfeited => πλαστογραφημένο
- counterevidence => Αντενδειξη
- countered => αντιμετωπίζω
- counterculturist => αντικουλτουριάρης
- counterguerrillas => αντάρτες
- counterincentive => αποτρεπτικό μέτρο
- counterincentives => αποτρεπτικά κίνητρα
- counter-incentives => αντιπαροχές
- counterinfluence => αντεπιρροή
- counterinfluences => αντεπιρροές
- counter-influences => αντεπιρροές
- countering => αντιμετώπιση
- counterinsurgencies => αντιμετώπιση ανταρσίας
- countermanded => ακυρώθηκε
Definitions and Meaning of counterguerrilla in English
counterguerrilla
a guerrilla who is trained to thwart enemy guerrilla operations
FAQs About the word counterguerrilla
αντιπαρτιζάνικες επιχειρήσεις
a guerrilla who is trained to thwart enemy guerrilla operations
καραμπινιέρος,Αντάρτες,Ανταρτοπόλεμος,ακανόνιστος,παραστρατιωτικός,αντάρτης,τεχνικός συντήρησης,στρατιώτης,στρατιώτης,πολεμιστής
Πολίτης,μη μάχιμος
counterguerillas => Αντάρτες, counterguerilla => Αντεπανάσταση, counterforce => αντιστάθμιση, counterfeits => πλαστά, counterfeiting => πλαστογραφία,