Greek Meaning of doughboy
Πεζός στρατιώτης
Other Greek words related to Πεζός στρατιώτης
- καβαλάρης
- Ιππέας
- Δραγώνος
- Πεζός στρατιώτης
- Πόδας
- μουρμούρα
- Πεζοναύτης
- επιδρομέας
- στρατιώτης
- Πυροβολητής
- Καραμπινιέρος
- καραμπινιέρος
- κομάντο
- ομοσπονδιακός
- Πρόσωπο σκύλου
- πεζοναύτης
- Λεγεωνάριος
- λεγεωνάριος
- Θαλάσσιος
- μουσκετερος
- Δασοφύλακας
- Σκοπευτής
- τεχνικός συντήρησης
- εργαζόμενη υπηρεσιών
- στρατιώτης
- πολεμιστής
- Τοξότης
- Πυροβολητής
- ηπειρωτικός
- Τοξότης
- μαχητής
- γι
- φρουρός
- Πυροβολητής
- Λογχοφόρος
- οπλίτης
- Πολιτοφύλακας
- Εθνοφύλακας
- Ολμοβόλος
- δόρυφορος
- τακτικός
- ακοντιστής
Nearest Words of doughboy
Definitions and Meaning of doughboy in English
doughboy (n)
an American infantryman in World War I
a rounded lump of dough that is deep-fried and served as hot bread
FAQs About the word doughboy
Πεζός στρατιώτης
an American infantryman in World War I, a rounded lump of dough that is deep-fried and served as hot bread
καβαλάρης,Ιππέας,,Δραγώνος,Πεζός στρατιώτης,Πόδας,μουρμούρα,Πεζοναύτης,επιδρομέας,στρατιώτης
Πολίτης
doughbird => πουλί ζύμης, dough-baked => ψημένο σε ζύμη, dough => Ζύμη, doucker => Docker, doucine => doucine,