FAQs About the word dough-faced

ζυμαρένιος

Easily molded; pliable.

No synonyms found.

No antonyms found.

doughface => πρόσωπο από ζυμάρι, doughboy => Πεζός στρατιώτης, doughbird => πουλί ζύμης, dough-baked => ψημένο σε ζύμη, dough => Ζύμη,