Greek Meaning of musketeer
μουσκετερος
Other Greek words related to μουσκετερος
- φίλος
- φίλος
- Γνώριμος
- Άλτερ έγκο
- αδελφός
- φίλος
- Συνάδελφος
- Σύντροφος
- Σύντροφος
- Εμπιστευτικός
- εμπίστευμα
- φίλος
- γνώριμος
- φίλος
- συνεργάτης
- αδερφή
- συνεργός
- Συνεργός
- Σύμμαχος
- φίλος
- συνεργάτης
- ευεργέτης
- Αδερφός αίματος
- ομοσπονδία
- Συνεργάτης
- σύντροφος
- ομοσπονδιακός
- συνάδελφος
- γενναιόδωρος
- κοινωνικός
- φίλος
- συνάδελφος
- Ανταποκριτής
- αθλητισμός
- οπαδός
- συμπαθών
Nearest Words of musketeer
Definitions and Meaning of musketeer in English
musketeer (n)
a foot soldier armed with a musket
musketeer (n.)
A soldier armed with a musket.
FAQs About the word musketeer
μουσκετερος
a foot soldier armed with a musketA soldier armed with a musket.
φίλος,φίλος,Γνώριμος,Άλτερ έγκο,αδελφός,φίλος,Συνάδελφος,Σύντροφος,Σύντροφος,Εμπιστευτικός
εχθρός,εχθρός,αντίπαλος,ανταγωνιστής,ανταγωνιστής,Αντίπαλος,αντίπαλος,θανάσιμος εχθρός,νέμεσις
musket ball => Σφαίρα τουφεκιού, musket => μουσκέτο, muskellunge => Μασκυνόνγκ, muskat => Μοσχοκάρυδο, muskadel => μοσχάτο,